- άβραχος
- (I)-η, -ο (Α ἄβραχος, -ον)αυτός που δεν έχει βραχεί, άβρεχτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + βραχῆναι, παθ. αόρ. τού βρέχω].————————(II)-η, -ο [βράχος]ο χωρίς βράχους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άβρεχτος — και άβρεχτος, η, ο (Α ἄβρεχτος, ον) [βρέχω] αυτός που δεν έχει βραχεί, άβραχος, στεγνός, ξερός, άνυδρος, απότιστος … Dictionary of Greek